- ἡγεμονικώτερα
- ἡγεμονικόςofneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡγεμονικωτέρα — ἡγεμονικωτέρᾱ , ἡγεμονικός of fem nom/voc/acc comp dual ἡγεμονικωτέρᾱ , ἡγεμονικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικωτέρας — ἡγεμονικωτέρᾱς , ἡγεμονικός of fem acc comp pl ἡγεμονικωτέρᾱς , ἡγεμονικός of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικωτέραν — ἡγεμονικωτέρᾱν , ἡγεμονικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονικωτέραις — ἡγεμονικός of fem dat comp pl ἡγεμονικωτέρᾱͅς , ἡγεμονικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)